- ὀστείνων
- ὀστεΐνων , ὀστέινοςmade of bonefem gen plὀστεΐνων , ὀστέινοςmade of bonemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
στεγόσαυρος — (stegosaums). Γένος ζώων που έχει εκλείψει. Ανήκουν στην οικογένεια των Στεγοσαυριδών και είχαν πολύ μικρό κρανίο, ελάχιστο εγκέφαλο και μήκος σκελετού που έφτανε τα 9 μ. Απολιθωμένα λείψανα σ. βρέθηκαν στη Β. Αμερική και στην Οξφόρδη. * * * ο, Ν … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
δεινοκέρατα — Γένος απολιθωμένων θηλαστικών της οικογένειας των δεινοκερατιδών, συνώνυμο με το ουινταθήριο. Έζησαν στην ηώκαινο υποπερίοδο του καινοζωικού αιώνα. Είχαν μέγεθος ρινόκερου, με τρία ζεύγη οστέινων προεξοχών στο κρανίο. Διέθεταν, επίσης, μεγάλους… … Dictionary of Greek
κυπρινίδες — (cyprinidae). Σημαντική οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 2.000 είδη του γλυκού νερού. Τα ψάρια αυτά ζουν στις λίμνες, στα τέλματα και στους ποταμούς της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, της Αφρικής … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek